- κορυθαλ(λ)ίστριαι
- κορυθαλ(λ)ίστριαι, αἱ (Α)γυναίκες που χόρευαν προς τιμήν τής Κορυθαλλίας Αρτέμιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορυθαλλία (βλ. λ. κορυθάλη), επίθ. τής Αρτέμιδος, πιθ. με επίδραση ενός αμάρτυρου ρ. *κορυθαλλίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.